Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Απάντηση στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ για το γκαιμπελικό δημοσίευμά της



ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ  ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ και ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Η κρυφή γοητεία του νεοναζιστικού λόγου
και η υλοποίηση της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής

Με ένα δημοσίευμα που το ύφος του θα ζήλευε ο Κασιδιάρης και το στήσιμο του ο Γκέμπελς, η εφημερίδα Έθνος (Κυριακή, 9 Δεκρμβρίου 2012, «Απολυτήριο σε 8.500 δασκάλους με ψυχολογικά προβλήματα») επιδιώκει να προωθήσει τις απολύσεις και την αξιολόγηση στη δημόσια εκπαίδευση, να υποκινήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό και να διοχετεύσει τον ηθικό πανικό στους κόλπους τής εκπαιδευτικής κοινότητας, συκοφαντώντας έναν από τους πιο ευαίσθητους κλάδους του δημοσίου, αυτόν των εκπαιδευτικών . Ο πυρήνας της λογικής του δημοσιεύματος κωδικοποιείται ως εξής: «αυτή τη στιγμή το 10% των εκπαιδευτικών είναι ψυχικά πάσχοντες, πράγμα το οποίο μπορεί να τους οδηγήσει στο να κάνουν κακό στα παιδιά μας. Πρέπει λοιπόν, να υπάρξει μια σκληρή αξιολόγηση που θα εντοπίσει και θα διώξει τους ψυχοπαθείς». Η συντάκτρια επικαλείται αγνώστου προελεύσεως και αμφιβόλου αξιοπιστίας στοιχεία και, παραβιάζοντας κάθε αρχής δημοσιογραφικής δεοντολογίας, συντάσσεται με τις απόψεις νεοφασιστικών φορέων για την αντιμετώπιση των κοινωνικά ευάλωτων κοινωνικών κατηγοριών.
Τι να πρωτοπεί κανείς για το δημοσίευμα;
Πρώτα απ’ όλα ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η ψυχική ασθένεια είναι πλήρως στερεοτυπικός και αναπολεί την εξόντωση των ψυχικά σθενών που συντελούνταν στη χιτλερική Γερμανία: ο ψυχικά ασθενής δεν είναι ένας άνθρωπος που χρειάζεται υποστήριξη και μπορεί να εντάσσεται στην κοινωνία και την παραγωγή, αλλά ένα εν δυνάμει επικίνδυνο άτομο, πιθανός παιδόφιλος ή ακόμα και φονιάς… Αναφέρει ενδεικτικά το άρθρο: «Ο ένας στους δέκα εκπαιδευτικούς πάσχει από κάποιας μορφής ψυχική διαταραχή. Από απλή κατάθλιψη μέχρι και σοβαρά ψυχολογικά νοσήματα, που ενδεχομένως να τον οδηγήσουν με κατάλληλες συνθήκες, είτε σε βία μέσα στην τάξη, είτε στην τοξικομανία, είτε στον χώρο της παιδοφιλίας, της πορνογραφίας και της σεξουαλικής παρενόχλησης των ανυποψίαστων μαθητών». Υπάρχει μήπως εδώ κάποια ομοιότητα με το ναζιστικό λόγο για την ψυχική ασθένεια;
Από εκεί και πέρα σύμφωνα με τη λογική του δημοσιεύματος ο ασθενής είναι είτε τεμπέλης, είτε κάποιος «πονηρός» που αναζητεί τη θαλπωρή του δημοσίου: «Μέχρι στιγμής, αυτή η «κάστα ανθρώπων», που σημειωτέον, αν και γνωρίζει το πρόβλημά της αποδέχεται τον διορισμό, αντιμετωπίζεται από την πολιτεία σαν να μην υπάρχει». Ή λίγο πιο κάτω: «Οσοι από αυτούς (τους ψυχικά άρρωστους) «τσεκάρονται» εγκαίρως, τοποθετούνται κατευθείαν σε διοικητικές θέσεις στην εκπαίδευση και όχι σε σχολεία. Δεν είναι λίγοι, όμως, εκείνοι που ξεφεύγουν και διδάσκουν κανονικά». Είναι ολοφάνερη η αντιστροφή της πραγματικότητας και η διαγραφή μερικών κρίσιμων ερωτημάτων. Ο ψυχικά ασθενείς μόνο που δεν παρουσιάζεται ως ένα πανούργο άτομο που βρίσκει έναν τρόπο να λουφάρει… Παραβλέπονται οι δικές του ανάγκες για εργασία, κοινωνική αποδοχή κλπ. Για το δημοσίευμα ο ψυχικά ασθενής δεν έχει πρόβλημα, αλλά είναι ο ίδιος πρόβλημα.
Στο ίδιο πλαίσιο τονίζεται:  «Η οικονομική κρίση επιτείνει αυτήν την πίεση των εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα να πληθαίνουν τα περιστατικά που ο δάσκαλος βγάζει στην επιφάνεια... τις κρυφές του πλευρές!». Για τον συντάκτη του κειμένου είναι δεδομένο ότι στην εποχή της κρίσης και του ΔΝΤ δεν πρέπει να υπάρχει ίχνος κοινωνικής ευαισθησίας και πρέπει να απεμπολούνται όλες οι αρχές του κοινωνικού κράτους και των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Καταλήγει στον κοινωνικό δαρβινισμό που όποιος ανταπεξέρχεται με μεγαλύτερη δυσκολία , πρέπει να ωθηθεί εκτός κοινωνίας Φυσικά ξεχνάει να θέσει ένα βασικό ερώτημα, που δεν είναι άλλο από το τι θα συμβεί σε έναν άνθρωπο που είναι ψυχικά ευάλωτος αν χάσει τη δουλειά του σε μια χώρα με 30% ανεργία. Ουσιαστικά το κείμενο υιοθετεί μια λογική καιάδα, καθώς ο άνθρωπος που δεν έχει αυξημένους ρυθμούς παραγωγικότητας ή έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες πρέπει να καταδικαστεί στην εξαθλίωση
Όμως το κείμενο δεν σταματάει εδώ. Η έννοια της ψυχικής ασθένειας διευρύνεται τόσο πολύ ώστε να αγκαλιάζει ένα φάσμα συμπεριφορών, πλήρως απενεχοποιημένων σε όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες: «Δεκάδες καταγγελίες για καθηγητές αδιάφορους, περίεργους ή που χρήζουν ψυχιατρικής βοήθειας δέχεται και ο Συνήγορος του Πολίτη». Αυτός που χρήζει ψυχιατρικής βοήθειας σχεδόν ταυτίζεται με τον «περίεργο» και τον «αδιάφορο». 
Φυσικά από ένα τέτοιο άρθρο δεν μπορεί να λείπει το γκαιμπελίστικο στήσιμο, η παραβίαση βασικών κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και υιοθέτηση βασικών αρχών της προπαγάνδας, που βασίζονται είτε στην αποσιώπηση είτε στη διαστρέβλωση στοιχείων. Τελείως αυθαίρετα και αντιεπιστημονικά η συντάκτης εντάσσει στο άρθρο ποσοστά που αναφέρονται είτε στο σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης, είτε στις χαμηλές προσδοκίες και το στρες που μπορεί να έχει ένας εργαζόμενος ο οποίος συντρίβεται μισθολογικά και εργασιακά. Παραβλέπει το γεγονός ότι το εργασιακό στρες συναντάται πολύ συχνά στο σύνολο των επαγγελματικών χώρων, ως απόρροια των πολιτικών λιτότητας ή ελαστικοποίησης της εργασίας. Ειδικότερα,  το άγχος είναι το δεύτερο σε συχνότητα αναφερόμενο πρόβλημα υγείας και επηρεάζει το 28% των εργαζομένων στην Ευρώπη. Προφανώς , σύμφωνα με τη λογική της «δημοσιογράφου» οι 34 αυτόχειρες της France telecom ορθώς αυτοκτόνησαν και ήταν δικό τους πρόβλημα. Παραβλέπει μάλλον η ίδια ότι ο κλάδος που διεθνώς επιδεικνύει τα υψηλότερα ποσοστά ψυχικών διαταραχών είναι των δημοσιογράφων και ότι το ταμείο τους, ο ΕΔΟΕΑΠ, έχει από τα υψηλότερα ποσοστά συνταγογράφησης ψυχοφαρμάκων. Εντούτοις κανείς δε διανοήθηκε να υποστηρίξει ότι πρέπει να απολυθούν οι δημοσιογράφοι με ψυχικά προβλήματα, ούτε βέβαια κανένας άλλος εργαζόμενος με ψυχικά προβλήματα. Είναι κατάκτηση της ανθρωπότητας, από τότε που σταμάτησαν οι λοβοτομές και οι συναφείς βάρβαρες πρακτικές, οι ψυχικά ασθενείς να εντάσσονται στην κοινωνία χωρίς διακρίσεις, αλλά φαίνεται ότι η ίδια αναπολεί την «ντροπή» της Λέρου.  
Ο γκαιμπελισμός δε σταματάει εδώ. Αναφέρει το άρθρο: «Εκπρόσωποι συλλόγου γονέων και κηδεμόνων, στη διάρκεια του σχολικού έτους 2010-2011, προσέφυγαν στο ΣτΠ, καταγγέλλοντας ξυλοδαρμούς και ανάρμοστη, υβριστική συμπεριφορά εκ μέρους καθηγήτριας γυμνασίου και ζητώντας την απομάκρυνσή της από τη σχολική μονάδα, όπως και έγινε, ύστερα από διενέργεια ΕΔΕ». Κοινώς, αναφέρει ότι και με το υπάρχον νομικό πλαίσιο τέτοιες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται! Παρόλα αυτά, το παράδειγμα δίνεται για να υποστηρίξει την «ανεπάρκεια» του συστήματος και την ανάγκη αξιολόγησης. Λες και μπορεί να υπάρξει κάποιο σύστημα που θα μαντεύει ποιος εκπαιδευτικός μπορεί να χάσει την ψυχραιμία του. Στο ίδιο πλαίσιο στο τέλος του άρθρου αναφέρονται «πέντε υποθέσει σοκ». Στην πρώτη λέγεται ότι «Οι γονείς κατήγγειλαν περιστατικά βίας και ξυλοδαρμού, έκθεση σε κίνδυνο με αποβολές από την αίθουσα χωρίς επίβλεψη, ψυχολογική βία και εκφοβισμό στα νήπια. Τελικά η νηπιαγωγός απομακρύνθηκε». Και πάλι η συντάκτης του κειμένου χρησιμοποιεί για την επίρρωση των ισχυρισμών της ένα παράδειγμα που καταλήγει στην απομάκρυνση του εκπαιδευτικού... Τελικά η απομάκρυνση ενός εκπαιδευτικού δεν είναι και τόσο σπάνια, όσο ισχυρίζεται.
Υπάρχει όμως και συνέχεια. Η συντάκτης παρουσιάζει μια σειρά από περιστατικά για να πείσει τους αναγνώστες για τους τεράστιους κινδύνους που διατρέχουν τα παιδιά τους. Κοινή συνισταμένη όλων, η τραγική κατάληξη. Και εδώ εμφανής είναι η προσπάθεια να προκληθεί φόβος, προκειμένου να αποδεχτεί η κοινή γνώμη την κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική. Τι ξεχνάει να πει;  Ότι καμιά αξιολόγηση δε θα προβλέψει αν κάποιος σκοτώσει τη γυναίκα του, ή αν αποφασίσει να βλάψει τον εαυτό του διακόπτοντας τη φαρμακευτική του αγωγή ή κάνοντας χρήση ναρκωτικών. Αν μπορεί να το κάνει αυτό, μάλλον θα μιλάμε για μια ολοκληρωτικού τύπου διαδικασία, που θα μπορεί να στιγματίσει ανεξίτηλα ανθρώπους και να καταστρέψει ζωές και υπολήψεις. Παραγνωρίζει βέβαια εντελώς ότι αντίστοιχες καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές καταγράφονται σε εργαζόμενους όλων των κλάδων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.


Φυσικά, από ένα τέτοιο άρθρο δεν θα μπορούσε να λείπει η παιδοφιλία και η σεξουαλική παρενόχληση. Η συντάκτης αναφέρεται στη δήθεν ατιμωρησία των παιδόφιλων και στο διεφθαρμένο καθεστώς που τους στηρίζει. Τι ξεχνάει; Ξεχνάει να πει ότι το εκπαιδευτικό κίνημα ποτέ δεν υπερασπίστηκε τέτοιες περιπτώσεις και ότι το υπάρχον πλαίσιο προβλέπει την αντιμετώπισή του. Και θα τολμήσουμε να πούμε και κόντρα στο ρεύμα, ότι ξεχνάει επίσης να πει ότι και η συκοφάντηση, ή η καταστροφή της ζωής και της υπόληψης ενός ανθρώπου είναι και αυτές μέσα στη ζωή. Κοινώς, ότι είναι μια κατάκτηση του πολιτισμού μας, το ότι για να είναι ένοχος κάποιος δεν φτάνει η καταγγελία, αλλά χρειάζεται κα η απόδειξη του εγκλήματος… Μία από τις κλασικές συμβουλές που δίνεται, άλλωστε, στα αγγλοσαξονικά παιδαγωγικά εγχειρίδια είναι ότι ο καθηγητής δεν πρέπει να αγγίζει τους μαθητές του, ιδίως του άλλου φύλου, στην πλάτη για να μην βρεθεί κατηγορούμενος για σεξουαλική παρενόχληση, πράγμα που δείχνει πόσο περίπλοκα είναι μερικά θέματα.
Συνοψίζοντας, έχουμε να κάνουμε με ένα άρθρο που προσπαθεί να διεγείρει τους φόβους των γονιών και να πατήσει πάνω στις διαδεδομένες προκαταλήψεις προκειμένου να υπερασπίσει την κυρίαρχη πολιτική. Επειδή κανείς δε θα ήθελε έναν ψυχοπαθή καθηγητή για τα παιδιά του, ειδικά αν αυτός ο άνθρωπος μπορεί να μετατραπεί σε έναν παιδόφιλο ή γενικότερα να βλάψει τα παιδιά του, πρέπει να παρθούν μέτρα. Ως πανάκεια για όλα αυτά προτείνεται η αξιολόγηση που θα ξετρυπώσει τους πανούργους ψυχοπαθής και θα προστατεύσει τα παιδιά μας. Στο ίδιο πλαίσιο η πολιτική της Τρόικας που ζητάει απολύσεις και στη δημόσια εκπαίδευση, όχι μόνο εξωραΐζεται, αλλά λίγο πολύ παρουσιάζεται ως πολιτική κοινωνικά επιβεβλημένη που διορθώνει τις στρεβλώσεις των περασμένων δεκαετιών. Η συντάκτης του άρθρου είναι προφανέστατο  ότι εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία, σαν αυτή που εκτελεί η πλειοψηφία των ΜΜΕ την εποχή του Μνημονίου και ως εκ τούτου έχει αυξηθεί κατακόρυφα η αναξιοπιστία τους. Εμείς θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για το δημόσιο σχολείο, που δεν κινδυνεύει από τους εκπαιδευτικούς, αλλά από τις κάθε λογής τρόικες, σε συνεργασία με τα σωματεία του τύπου, απ’ τα οποία ζητάμε να καταδικάσουν και να απομονώσουν τέτοιες πρακτικές και να αγωνιστούμε μαζί για τη δημόσια παιδεία, τα εργασιακά δικαιώματα, την ανεξαρτησία της ενημέρωσης και την ίδια τη δημοκρατία.

ΑΘΗΝΑ, 11/12/2012
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ  ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ και ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου